- φυτευτής
- ο тот, кто сажает растения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [φυτεύω] αυτός που φυτεύει αρχ. αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς* … Dictionary of Greek
φυτευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που φυτεύει: Έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευταί — φυτευτής pastinator masc nom/voc pl φυτευτός planted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτῇ — φυτευτής pastinator masc dat sg (attic epic ionic) φυτευτός planted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτήν — φυτευτής pastinator masc acc sg (attic epic ionic) φυτευτός planted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτάς — φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc acc pl φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc nom sg (epic doric aeolic) φυτευτά̱ς , φυτευτός planted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλαμητής — ξυλαμητής, ὁ (Α) [ξυλαμώ] αυτός που σπέρνει, που φυτεύει, ο σπορέας, ο φυτευτής … Dictionary of Greek
φυτευτέα — φυτευτέον one must plant neut nom/voc/acc pl φυτευτέᾱ , φυτευτέον one must plant fem nom/voc/acc dual φυτευτέᾱ , φυτευτέον one must plant fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυτευτής pastinator masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… … Православная энциклопедия